- ἐπιφανεστέρους
- ἐπιφανήςcoming to lightmasc acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμμόχωστος — Πόλη (34.500 κάτ. το 1999) στην ανατολική ακτή της Κύπρου και στον μυχό του ομώνυμου κόλπου. Είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.971 τ. χλμ.) που καλύπτει μια μάλλον πεδινή και αγροτική περιοχή όπου καλλιεργούνται κυρίως σιτηρά και αμπέλια … Dictionary of Greek
γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… … Dictionary of Greek
δράκων — I (680; – 600 π.Χ.). Αθηναίος νομοθέτης. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός του γραπτού πολιτικού και ποινικού κώδικα της πόλης. Η νομοθεσία του Δ. αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της αρχαίας Αθήνας και συνετέλεσε στην πρόοδο προς τη δημοκρατία, ενώ η… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
παλαιοντολογία — Η επιστήμη που μελετά τα απολιθώματα, δηλαδή τα υπολείμματα ή τα ίχνη των οργανισμών που έζησαν στη Γη κατά τους διάφορους γεωλογικούς αιώνες. Ιστορικά στοιχεία. Αν και η π. καθιερώθηκε ως επιστήμη μόνο κατά στα τέλη του 18ου αι. και τις αρχές… … Dictionary of Greek
πύριος — Αλεξανδρινός θεολόγος και συγγραφέας, που έζησε στα τέλη του 3ου αι. μ.Χ. Aπό τους επιφανέστερους πρεσβύτερους της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, ο Π. διετέλεσε διδάσκαλος και προϊστάμενος της αλεξανδρινής κατηχητικής σχολής και, για την πολυμάθειά… … Dictionary of Greek
Ακίμοφ, Ιβάν Ακίμοβιτς — (Ivan Akimovitsch Akimov, 1754 – 1814). Ρώσος ζωγράφος. Σπούδασε αρχικά στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πετρούπολης και έπειτα στην Ιταλία. Γυρίζοντας στην πατρίδα του έγινε ένας από τους επιφανέστερους θεωρητικούς του ρεαλισμού στη ζωγραφική. Από … Dictionary of Greek
Αμπού Χανίφα, ιμπν Ταμπίτ — (Κούφα 699 – Βαγδάτη 767). Άραβας νομομαθής. Αν και η επιστημονική του σκέψη είναι γνωστή κατά κύριο λόγο από τους μαθητές του, ο Α.Χ. θεωρείται ένας από τους επιφανέστερους Άραβες νομομαθείς. Η σχολή, που από αυτόν πήρε το όνομα χανιφιτική,είχε… … Dictionary of Greek
Ασπασία — I (5ος αι. π.Χ.).Μιλήσια εταίρα, κόρη του Αξίοχου. Το 455 π.Χ. εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου άσκησε επίδραση στην πνευματική, καλλιτεχνική και πολιτική κίνηση της πόλης, χάρη στην ευφυΐα και τη μόρφωσή της, και δέχτηκε τους μεγαλύτερους επαίνους … Dictionary of Greek
Αστούριας, Μιγκέλ Άνχελ — (Miguel Αngel Αsturias, Πόλη της Γουατεμάλας 1899 – Μαδρίτη 1974). Γουατεμαλανός συγγραφέας. Μυθιστοριογράφος με γόνιμη φαντασία, που από ένστικτο στράφηκε περισσότερο προς τη μυθολογική αφήγηση παρά προς τις ρεαλιστικές λύσεις, ο Α. θεωρείται… … Dictionary of Greek